Η ικανότητα για δημιουργία στενών συναισθηματικών δεσμών είναι ζωτικής σημασίας λειτουργία για την επιβίωση των ανθρώπων. Από τη στιγμή της γέννησης ακόμα, το βρέφος αναπτύσσει δεσμούς προσκόλλησης προς το άτομο που το φροντίζει, κατά κανόνα τη μητέρα, και το είδος αυτού του δεσμού θα έχει σημαντικές επιδράσεις στην μετέπειτα εξέλιξη και ανάπτυξη της προσωπικότητας του. Μεγαλώνοντας, όλοι οι άνθρωποι συνεχίζουν να έχουν ανάγκη τη δημιουργία σχέσεων εγγύτητας , στρέφονται σε άτομα εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος, εντάσσονται σε ομάδες και αποζητούν να βιώσουν το αίσθημα του «ανήκειν». Φυσικά ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη ζωή μας παίζουν οι στενές διαπροσωπικές σχέσεις (συντροφικές σχέσεις).
Ωστόσο, για μερικούς ανθρώπους η διαδικασία σύναψης στενών συναισθηματικών δεσμών δεν είναι απλή διαδικασία. Τα άτομα αυτά δυσκολεύονται αρκετά, σε σημείο να βιώνουν δυσάρεστα συναισθήματα άγχους και φόβου, όταν έρχονται κοντά με κάποιο άλλο άτομο. Σε αυτές τις περιπτώσεις πιθανόν να ενυπάρχει «άγχος δέσμευσης».
Τι είναι το άγχος δέσμευσης;
Οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν φόβο δέσμευσης, επιζητούν όπως όλοι μας την αγάπη και την εγγύτητα, όμως δυσκολεύονται πάρα πολύ να παραμείνουν σε μια σχέση για μεγάλο χρονικό διάστημα και να δεσμευτούν ουσιαστικά σε αυτή. Για εκείνους, όλα τα συναισθήματα διογκώνονται και φαντάζουν ιδιαίτερα τρομακτικά με αποτέλεσμα να βιώνουν έντονο άγχος και να επιθυμούν να απομακρυνθούν από εκείνα.
Η φοβία αυτή, μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε στάδιο της σχέσης, από τα πρώτα ραντεβού μέχρι και μήνες μετά. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αποφεύγουν να μπουν σε μια σχέση εξ αρχής, και άλλοι, οι οποίοι καταφέρνουν να διατηρήσουν μια σχέση για αρκετούς μήνες, όταν όμως νιώσουν ότι αυτή «σοβαρεύει» ή ότι έχουν έρθει πολύ κοντά με το σύντροφο τους, θα αποχωρήσουν εφευρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες, τις οποίες συχνά ούτε οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως τέτοιες.
Βλέποντας τον συναισθηματικό δεσμό ως κάτι αρνητικό ή αγχωτικό, τα άτομα αυτά συχνά επιλέγουν ως συντρόφους μη κατάλληλους για εκείνους ανθρώπους, με τους οποίους η εγγύτητα είναι σχεδόν αδύνατη. Με τον τρόπο αυτό, δικαιολογούν την δική τους αδυναμία δέσμευσης, απορρίπτοντας τον ακατάλληλο σύντροφο μόνοι τους. Σχετικό με αυτό είναι και η τάση να επιλέγουν την εμπλοκή με άτομα ήδη δεσμευμένα σε άλλες σχέσεις, τα οποία δεν έχουν πολλές απαιτήσεις ούτε και μελλοντικές προσδοκίες από εκείνους.
Στην πιο έντονη μορφή του, τα άτομα με άγχος δέσμευσης, αποφεύγουν όχι μόνο τις συντροφικές σχέσεις αλλά και οποιαδήποτε άλλη μορφή δέσμευσης στη ζωή τους. Έτσι δεν έχουν πολλές και σταθερές φιλίες, ενώ εύκολα διαλύουν και αυτές, αλλάζουν συχνά εργασιακά περιβάλλοντα ή ακόμα και τόπους κατοικίας, έτσι ώστε να αποφύγουν την οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή που θα πυροδοτήσει το άγχος τους.
Που οφείλεται το άγχος δέσμευσης;
Τα αίτια του άγχους δέσμευσης είναι πολλά και ποικίλουν ανάλογα με την κάθε περίπτωση. Θα λέγαμε όμως ότι θα πρέπει να αναζητήσουμε τα κύρια αίτια στο οικογενειακό περιβάλλον, μέσα στο οποίο μεγάλωσαν τα άτομα αυτά.
Παιδιά τα οποία μεγαλώνουν σε περιβάλλον συναισθηματικής αποστέρησης, όπου δεν βιώνουν και απολαμβάνουν την αγάπη, την τρυφερότητα και τη φροντίδα ή που αντίθετα έρχονται αντιμέτωπα με συμπεριφορές κακοποίησης, επενδύουν τις σχέσεις με αρνητικά συναισθήματα, τις θεωρούν απειλητικές και για το λόγο αυτό τις φοβούνται. Σύμφωνα με τη θεωρία του Δεσμού, τα βρέφη τείνουν να καταφεύγουν στους φροντιστές τους για να νιώσουν ασφάλεια ή να πάρουν το απαραίτητο ενδιαφέρον. Όταν όμως ο φροντιστής είναι απορριπτικός και δεν ικανοποιεί άμεσα τις ανάγκες τους, τότε τα ίδια τα βρέφη τείνουν να τον αποφεύγουν. Φαίνεται πώς οι πρώιμες αυτές εμπειρίες επαναλαμβάνονται και στην ενήλικη ζωή με παρόμοιο τρόπο. Τα βρέφη που έχουν μάθει ότι οι προσωπικές τους ανάγκες δεν ικανοποιούνται από το πιο κοντινό τους πρόσωπο και αντίθετα βιώνουν απόρριψη, ως ενήλικες θα μάθουν να αποφεύγουν την εγγύτητα. Αυτό λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας και όχι ως πραγματική διάθεση αποφυγής, προστατεύοντας τους από ακόμα μια απόρριψη. Όλοι επιθυμούν τις σχέσεις, αλλά ταυτόχρονα αυτές τους τρομάζουν.
Αντίστοιχα, παιδιά τα οποία ήταν μάρτυρες της συμβιωτικής αλλά χωρίς αγάπη σχέσης των γονιών τους, ή που βρέθηκαν στη μέση, σε ένα διαζύγιο αντιδικίας, έχουν έλλειψη του βασικού προτύπου εγγύτητας με αποτέλεσμα και οι ίδιοι να αδυνατούν να δεσμευτούν.
Ιστορικό προηγούμενων κακοποιητικών σχέσεων ή σχέσεων από τις οποίες πληγώθηκαν πολύ, μπορεί να οδηγεί στο φόβο μιας νέας σχέσης στο παρόν. Φυσικά, στα αίτια δε θα μπορούσαμε να παραλείψουμε προσωπικές ανασφάλειες. Συνήθως οι άνθρωποι με άγχος δέσμευσης επιζητούν την συχνή επιβεβαίωση από νέους συντρόφους, η οποία τροφοδοτεί ένα είδος ναρκισσισμού, ενώ ταυτόχρονα αγχώνονται στην ιδέα να παραμείνουν με έναν μόνο σύντροφο για μεγάλο χρονικό διάστημα, πόσο μάλλον για το υπόλοιπο της ζωής τους. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, όπου οι άνθρωποι με άγχος δέσμευσης απιστούν έναντι του συντρόφου τους, ακριβώς για να αποδείξουν στον εαυτό τους ότι δεν έχουν δεσμευτεί με κανέναν και να μειώσουν το άγχος που βιώνουν.
Πως αντιμετωπίζεται το άγχος δέσμευσης;
Το άγχος δέσμευσης αν και δε συνιστά διαταραχή, χρήζει ψυχοθεραπευτικής αντιμετώπισης. Τα άτομα αυτά δύσκολα θα μπορέσουν να ξεπεράσουν μόνοι τους αυτό το φόβο και θα καταφέρουν να διατηρήσουν μια μακροχρόνια σταθερή σχέση στη ζωή τους. Απαιτείται να κατανοήσουν τα αίτια των δυσκολιών τους, να αποκτήσουν τον απαραίτητο βαθμό αυτογνωσίας, να επεξεργαστούν πιθανά παλαιότερα τραύματα, έτσι ώστε να καταφέρουν να βιώνουν ευχάριστα συναισθήματα όντας μέσα σε μια σχέση, χωρίς να χρειάζεται να φεύγουν από αυτή νιώθοντας παγιδευμένοι.